- ἄκτητος
- ἄκτητοςnot worth gettingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άκτητος — ἄκτητος, ον (Α) αυτός που δεν αξίζει να τον αποκτήσει κανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ + κτητος < κτητὸς < κτῶμαι. ΠΑΡ. αρχ. μσν. ἀκτησία] … Dictionary of Greek
ἄκτητον — ἄκτητος not worth getting masc/fem acc sg ἄκτητος not worth getting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκτήτους — ἄκτητος not worth getting masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακτησία — η (AM ἀκτησία) [ἄκτητος] ακτημοσύνη … Dictionary of Greek
ԱՆՍՏԱՑԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0237 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 8c, 9c, 12c ա. ἅκτιστος increatus Ո՛չ ստացեալ, եւ ոչ ստանալի, որպէս յն. ἅκτητος non possessus, qu adquiri non potest Բայց վարի որպէս յն. անստեղծ. անեղ. անեղական. *Երրորդութիւն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)